- εισπνευστήρας
- ο1. συσκευή που χρησιμοποιείται για θεραπεία με εισπνοές ή για αναισθησία2. φρ. «εισπνευστήρας οξυγόνου» — μάσκα οξυγόνου που χρησιμοποιούν όσοι έχουν ή μπορεί να παρουσιάσουν αναπνευστικά προβλήματα (ασθενείς, ορειβάτες, αεροπόροι κ.λπ.).
Dictionary of Greek. 2013.